Τρίτη 2 Μαρτίου 2021

Σπάνια συνέντευξη-ντοκουμέντο του Άκη Πάνου - Αναδημοσίευση

Άκουσα κάποια στιγμή χθες, στο κρατικό ραδιόφωνο, αποσπάσματα από μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις που έχει δώσει ο Άκης Πάνου, και αμέσως μου κίνησε το ενδιαφέρον. Η συνέντευξη αυτή έρχεται από το 1993, δόθηκε στον Άγγελο Κουτσούκη για λογαριασμό του ραδιοσταθμού "Κανάλι 1 (Δημοτικό Ραδιόφωνο Πειραιά)" και δεν δημοσιεύτηκε ποτέ. Μπορεί, όπως σχολιάζει παρακάτω και ο ίδιος ο συντάκτης για το συνθέτη, «να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει κανείς με κάποια από τα λεγόμενά του, αλλά, καλό είναι να θυμόμαστε ότι οι μεγάλοι δημιουργοί δεν μπορεί παρά να είναι αιρετικοί». Από αυτή τη σκοπιά, κάθε τέτοια κουβέντα δεν μπορεί παρά να έχει το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της, έστω κι αν, σε αρκετά ίσως σημεία της, δεν μπορείς να συμφωνήσεις (απόλυτα) με κάποιες από τις απόψεις του δημιουργού. Και, για μένα, ο Άκης Πάνου είναι μεγάλος δημιουργός, και είναι για το έργο που άφησε πίσω του κυρίως, αλλά και για την ιδιαίτερη και έντονη προσωπικότητά του παράλληλα.

Αναζήτησα και βρήκα, στο διαδίκτυο, εκείνη τη συνέντευξη, και ένιωσα την επιθυμία να την αναδημοσιεύσω. Θέλησα μάλιστα, σαν "συμπλήρωμα" να παραθέσω και μια λίστα με τα αγαπημένα μου τραγούδια (και ίσως κάποια link από το YouTube), αλλά στάθηκε αδύνατο να επιλέξω ένα τοπ-10, ή έστω ένα τοπ-20 του συνθέτη. Κάθε τραγούδι του Άκη Πάνου έχει τη σημασία του και τη θέση του μέσα στο συνολικό έργο του συνθέτη, και δεν μπορείς εύκολα να το διαχωρίσεις από αυτό. Χωρίς προσωπικές μουσικές επιλογές λοιπόν, προχωρώ στην αναδημοσίευση της συνέντευξης, την οποία βρήκα στο koitamagazine.gr, με την υπόσχεση, στο μέλλον, να γίνει από εδώ μια αναφορά σε κάποια από τα μεγάλα τραγούδια του Πάνου.

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ koitamagazine.gr

Σπάνια Συνέντευξη- Ντοκουμέντο του Άκη Πάνου στον Άγγελο Κουτσούκη

By Άγγελος Κουτσούκης - November 13, 2017


Ο Άκης Πάνου, εκτός από σημαντικός συνθέτης, υπήρξε και μια μορφή εμβληματική. Αποστασιοποιήθηκε νωρίς από τα δεδομένα της δισκογραφίας και, ουσιαστικά, αποσύρθηκε στην Ξάνθη απέχοντας από τα μουσικά δρώμενα αλλά όχι από την κοινωνική πραγματικότητα.

Δύσκολο να τον βρει κανείς, και ακόμα δυσκολότερο να τού ζητήσεις μια συνέντευξη. Αυτό τουλάχιστον ‘κυκλοφορούσε’ γύρω από το όνομά του στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Συναντηθήκαμε τυχαία, όταν έδωσε ένα τραγούδι του στον Γιώργο Σαρρή το 1993. Είχε τίτλο “Χλόη” και μετά από τόσα χρόνια, συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όλους να το αναζητήσουν. Έχοντας κανονίσει μια συνέντευξη με τον Γιώργο Σαρρή, για τον συγκεκριμένο δίσκο, φτάνοντας στο ραντεβού τον βρήκα να με περιμένει μαζί με τον Άκη Πάνου.

Η αλήθεια είναι ότι τα έχασα, γιατί στο μυαλό μου ήταν ήδη μύθος και μέσα από τα τραγούδια του και, κυρίως, μέσα από τον τρόπο ζωής που είχε επιλέξει.

Η συνέντευξη που ακολουθεί έγινε εκείνη την στιγμή, χωρίς να έχω προετοιμάσει βέβαια, τίποτα. Οι ερωτήσεις που του έκανα ήταν αυτές που θα του έκανε οποιοσδήποτε βρισκόταν στην θέση μου. Ερωτήσεις που έβγαιναν αυθόρμητα, γιατί και ο ίδιος ήταν φιλικός και άμεσος.

Η κουβέντα έγινε και δεν δημοσιεύτηκε ποτέ. Κυριολεκτικά, αιχμαλωτίστηκα από τον λόγο του και κυρίως από την προσωπικότητα του. Ο Άκης Πάνου, νομίζω, δεν υπήρξε αυτό που λέμε “καθημερινός’’ άνθρωπος. Μπορεί να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει κανείς με κάποια από τα λεγόμενά του.Αλλά, καλό είναι να θυμόμαστε, ότι οι μεγάλοι δημιουργοί, δεν μπορεί παρά να είναι αιρετικοί. Και ο ίδιος, υπήρξε ένα σημαντικό κομμάτι του νεοελληνικού μας λαϊκού πολιτισμού, επιδρώντας πάνω μας, πρωταρχικά μέσα από τα τραγούδια του.

Η κάθε του κουβέντα είχε μια βαρύτητα που σπάνια συναντάς. Και μια σιγουριά βιωμένη. Μιλούσε και ένοιωθες ότι αυτός ο άνθρωπος είχε έναν κώδικα τιμής. Εντελώς δικό του και γι’ αυτό απαραβίαστο. Τα χρόνια πέρασαν και τα γεγονότα είναι γνωστά. Αν διαβάσετε την κουβέντα που ακολουθεί, μπορεί να διαφωνήσετε σε κάποια επιμέρους σημεία. Εκεί που, νομίζω, συμφωνούμε όλοι, είναι πως δημιουργοί με την προσωπικότητα του Άκη Πάνου δεν εμφανίζονται εύκολα.

Διαβάζοντας, σήμερα, μετά από πολλά χρόνια, αυτές τις γραμμές, αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα, γιατί στην εποχή της ισοπέδωσης που ζούμε, τέτοιες έντονες προσωπικότητες εμφανίζονται όλο και λιγότερο.

Η συνέντευξη αυτή έγινε το 1993 στο «Κανάλι 1 – Δημοτικό Ραδιόφωνο Πειραιά» και πολλά χρόνια μετά δημοσιεύτηκε στο «Όασις» (μηνιαίο περιοδικό λαϊκής μουσικής που δεν κυκλοφορεί πια).
   
    Κύριε Πάνου να αρχίσουμε την κουβέντα μας από μια ερώτηση που όλοι, φαντάζομαι, θα ήθελαν να σας απευθύνουν. Γιατί δεν επιστρέφετε στη δισκογραφία; Γιατί δεν εμφανίζεστε; Σας ψάχνουμε και δεν σας βρίσκουμε πουθενά. Ζείτε απομονωμένος στην Ξάνθη…

Κι εγώ με ψάχνω [βάζει τα γέλια]. Λείπω απ’ τη δισκογραφία από το 1982 που έκανα ολόκληρη δουλειά με το Νταραλάκι.

    Εννοείτε με το Γιώργο Νταλάρα…

Καλά! Νταράλας, Νταλάρας… δεν έχει σημασία. Και το 1985 έδωσα πέντε τραγούδια στο Γιώργο Μαργαρίτη. Απέχω ουσιαστικά από το 1985.
   
    Να ξαναρωτήσω τον λόγο;

Είναι απλός. Η υπερεκμετάλλευση η οποία δεν είναι ανεκτή από μένα.

    Και πόσο λέτε να κρατήσει η αποχή σας; Δεν βλέπετε το ενδεχόμενο να συνεργαστείτε με κάποια άλλη εταιρεία δίσκων;

Όχι. Οι εταιρείες που συζητάω και συνεργάζομαι νομίζω είναι οι μεγαλύτερες. Και αφού δεν τα βρίσκω με τις μεγαλύτερες πως θα τα βρω με τις μικρότερες;

    Κύριε Πάνου, βλέπετε πια τα πράγματα εκ του μακρόθεν. Από την Ξάνθη που μένετε. Άρα, είστε ανεπηρέαστος. Πώς βλέπετε το ελληνικό τραγούδι σήμερα;

Νομίζω ότι το ελληνικό τραγούδι ακολουθεί το δρόμο του. Και το λέω για πολλοστή φορά. Θεωρώ το τραγούδι το μελοποιημένο χρονογράφημα κάθε εποχής. Όταν η εποχή είναι καλή, το τραγούδι είναι καλό… Όταν η εποχή είναι σάπια, το τραγούδι είναι σάπιο. Όταν η εποχή είναι τραλαλά, όπως τώρα, το τραγούδι είναι τραλαλά. Ιστορικά έχει την αξία του.

Αισθητικά είναι τελείως υποκειμενικό το πράγμα, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που διασκεδάζουν με τα σημερινά τραγούδια και τους αρέσουν. Δεν μπορώ, λοιπόν, να πω ότι το σημερινό τραγούδι διαγράφεται. Μπορεί να μην περνάει από την δική μου αισθητική, από τα δικά μου αισθητικά φίλτρα, αλλά αυτό είναι καθαρά προσωπικό. Σαν ιστορικό στοιχείο έχει την ίδια αξία που έχει οποιοδήποτε σημαντικό έργο. Σκιαγραφεί την εποχή.

Σήμερα, είναι κακό το τραγούδι, μπορούμε να το πούμε έτσι, για τα γούστα τα δικά μας. Όμως μετά από 20 – 30 χρόνια, όταν αυτά τα πράγματα ταξινομηθούν και τα δούμε ψύχραιμα, μπορεί να φαίνονται αλλιώς. Θα πρέπει να σκεφτούμε ότι αυτή την εποχή προβάλουμε τραγούδια παλιά, που εγώ σαν παιδί δεν τα έπαιξα ποτέ. Δηλαδή, ανέβηκα στο πάλκο το 1946, βγήκα στο πεζοδρόμιο το 1943, κατέβηκα το 1958. Έκανα δώδεκα χρόνια. Υπάρχουν, λοιπόν, τραγούδια παλιά, που εμείς δεν τα παίξαμε ποτέ. Γιατί δεν μας άρεσαν. Και τα ακούω τώρα. Και αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί να μην περνούσαν από τη δική μου αισθητική, σαν τραγούδια, όμως, μείνανε. Το ίδιο νομίζω ότι θα συμβεί και με το σημερινό τραγούδι. Υπάρχουν ορισμένα τραγούδια που εμείς δεν τα δεχόμαστε σήμερα, όμως, εξετάζοντας άλλοι τα πράγματα, εκείνη την ώρα θα τα αναφέρουν σαν ιστορικά στοιχεία.

    Αν όμως κοιτάξουμε πίσω, ας πούμε την δεκαετία του ’60, μια από τις πιο σημαντικές εποχές για τα μουσικά μας πράγματα, θα διαπιστώσουμε ότι δεν έμειναν τα αμφίβολης ποιότητας τραγούδια, έμειναν τα καλά.

Το κόσκινο γίνεται πάντοτε. Θέλω να πω όμως, ότι ακόμα και το χειρότερο τραγούδι, σαν ιστορικό στοιχείο, έχει την αξία του. Δηλαδή, η Λαίς ήταν μία πόρνη. Ιέρεια την έλεγαν. Τελικά αυτή η πόρνη έχει μείνει σαν μια φιγούρα πανέμορφη στη συνείδηση του κόσμου. Έχει ωραιοποιηθεί. Θα φάνε κι αυτά την πούδρα τους και θα περάσουν τελικά.

    Είπατε ότι ξεκινήσατε το 1943 το πεζοδρόμιο. Όχι να παίζετε;

Έπαιζα από πριν. Το 1943 βγήκα στα ταβερνάκια για να οικονομήσω τον επιούσιον που λένε. Μέσα στην κατοχή. Ήμουνα τότε δέκα χρονών. Αλλά έπαιζε ο αδελφός μου, έπαιζε ο αδελφός της μητέρας μου, βρήκα όργανα στο σπίτι. Έτσι, έπαιζα από μικρός. Συνόδευα τον αδελφό μου. Στο σπίτι βέβαια. Δεν ήταν επαγγελματίας. Ήταν σκαλιστής στο επάγγελμα. Ερασιτέχνης μουσικός. Όσον αφορά εμένα, στα δέκα μου χρόνια ήμουν ώριμος μουσικός, μπορούσα να βγω να παίξω.

    Το λαϊκό τραγούδι εκείνη την εποχή ήταν σχεδόν στην παρανομία, έτσι δεν είναι;

Το ρεμπέτικο. Αυτή η μορφή του λαϊκού τραγουδιού. Γιατί και το δημοτικό είναι μια μορφή λαϊκού τραγουδιού. Ο λαός τότε ήταν έτσι και εκφραζόταν έτσι. Μετά ήρθε το αστικό τραγούδι. Μετά πέταξαν το λαϊκό και ήρθε το αρχοντορεμπέτκο με τον Σουγιούλ. Αυτοί είναι ορισμοί που εμένα δεν με ενδιαφέρουν. Το λαϊκό τραγούδι είναι ένα, ενιαίο, ομοούσιο και αδιαίρετο. Έχει διαφοροποιήσεις που συμβαδίζουν με τις διαφοροποιήσεις της κοινωνίας.

    Πώς είδατε, λοιπόν, εσείς εκείνη την εποχή την τόσο καθοριστική γύρω στο 1950; Το ρεμπέτικο εξελίσσεται σε λαϊκό. Ο Βασίλης Τσιτσάνης έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη. Έτσι δεν είναι;

Μ’ αρέσει να είμαι ειλικρινής. Ο Τσιτσάνης είναι ένα πάρα πολύ μεγάλο κεφάλαιο, δεν θα πω εγώ στον κόσμο τι είναι ο Τσιτσάνης. Νομίζω ότι εμένα προσωπικά δεν με επηρέασε καθόλου. Όταν το 1946 ακούσαμε για πρώτη φορά την «Συννεφιασμένη Κυριακή» μας φάνηκε σαν ένα πράγμα που ήταν εντελώς καινούργιο. Όμως βαθύτερα αν ψάξουμε την «Συννεφιασμένη Κυριακή», είναι το Πολυχρόνιο της εκκλησίας. Είναι Βυζάντιο. Κατά τ’ άλλα ο Τσιτσάνης έφερε το μουσικό αισθητήριο της επαρχίας στην Αθήνα. Επειδή εμένα η μητέρα μου είναι Πειραιώτισσα και ο πατέρας μου Αθηναίος, αυτό το πράγμα δεν με άγγιξε. Αυτός που με επηρέασε πάρα πολύ και ίσως ήταν η αιτία που χώθηκα σε αυτά τα πράγματα, ήταν ο Μάρκος Βαμβακάρης. Είναι καθοριστικός.

    Τον γνωρίσατε;

Βεβαίως.

    Ποια ήταν η εντύπωση που σας άφησε τελικά; Είναι θρύλος πια.

Ήταν πολύ μεγάλος σε σχέση με μένα στην ηλικία. Δεν είχα τόσο πολύ θάρρος μαζί του. Εμείς είχαμε μάθει να σεβόμαστε τους πρεσβύτερους. Δεν μπορώ, λοιπόν, να πω τι αισθανόμουνα για το Μάρκο. Αυτό που ξέρω, όμως, είναι ότι ο Μάρκος με αγαπούσε και με τις κουβέντες του με όπλισε με κουράγιο, να γράψω τα πάντα στα παλιά μου τα παπούτσια και να πορεύομαι όπως θέλω. Ο Μάρκος ήταν μη ελισσόμενος. Δεν ήξερε από τέτοια. Ο Τσιτσάνης μπορούσε να πει για κάποιους πέντε πράγματα εις βάρος τους και την άλλη μέρα να πάει να παίξει γι’ αυτούς. Ένας άνθρωπος, όπως όλοι τους σχεδόν, πού ελισσόταν. Δεν ήταν ένας άνθρωπος που υπολόγιζε μόνο την προσωπική του άποψη. Ο Μάρκος είπε αυτά που ήθελε να πει, την αλήθεια της εποχής του. Αυτός είναι ο κρίκος της επαφής που έχω εγώ με το Μάρκο. Εντάξει, υπάρχουν κάποια τραγούδια μου πού είναι ρεμπέτικα, αλλά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, ας πούμε «Ο Πυρετός» που τραγούδησε η Μαρινέλα, ούτε το «Ήπια τα χείλη σου και χάνομαι».

    Αυτά είναι λαϊκά τραγούδια και έχετε γράψει στη δεκαετία του ’60 και του ’70 λαϊκά τραγούδια πού είναι πιο σημερινά από πολλά άλλα σημερινά. Θα σταθώ σε κάποια πού έχει τραγουδήσει ο Στέλιος Καζαντζίδης, πού τα θεωρώ επαναστάσεις για εκείνα τα χρόνια. Τελικά κύριε Πάνου, είστε ένας από τους ανθρώπους πού είτε το θέλετε είτε όχι, είστε μύθος για τους νεότερους, κι αυτό μέσα από αυτά πού έχετε γράψει.

Κοιτάξτε, ειδικά αυτά τα τραγούδια που αναφέρετε, γιατί μιλάμε για το 1973, και το ξεκαθαρίζω αυτό για να μην υπάρχει παρεξήγηση, δεν είμαι ούτε αντιστασιακός, ούτε τίποτα, αυτά λοιπόν τα τραγούδια όταν κυκλοφόρησαν υπήρχε κι ένα ανάμεσά τους και θα το αναφέρω. «Τα όνειρα χτίζονται». Αυτό το τραγούδι υπήρχε στην αγορά πριν από το Πολυτεχνείο. Κι έλεγα εγώ στα παιδιά ότι τα όνειρα χτίζονται. Δεν γίνονται με την σκέψη μόνο. Και τα όνειρα είναι φλούδες. Κι αυτού του είδους η αντίσταση είναι λόγια.

Δεν πιστεύω, ας πούμε, ότι το Πολυτεχνείο ανέτρεψε την δικτατορία. Εγώ πιστεύω ότι αν δεν είχε γίνει το Κυπριακό, δεν θα είχε φύγει ποτέ η δικτατορία. Για να ξαναγυρίσω όμως στην εποχή και την σχέση με το δικό μου τραγούδι, το σήμα που είχαν πάρει τα παιδιά στο Πολυτεχνείο έλεγε «η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα». Εγώ πιστεύω ότι όταν σκοτώνονται, η ζωή πάει δύο μέτρα κάτω από τη γη, δεν τραβάει καμιά ανηφόρα. Και μετά έλεγαν «τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας». Και τους λέω «το χώμα δεν είναι κανενός. Εμείς είμαστε του χώματος». Γιατί την ίδια ώρα πού λες αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας, αυτόματα εκείνη την ώρα βάζεις τον Άγγελο απέναντι στον Γιώργο να μαλώσουν ποιανού είναι το χώμα.

    Η λέξη «πολιτική» τι σας λέει;

Όταν λέμε πολιτική – είναι πολύ μεγάλο θέμα. Υπάρχει η παγκόσμια πολιτική οργάνωση. Υπάρχει το υποκατάστατο της, που είναι η πολιτική του κάθε κράτους. Υπάρχουν τα υποκατάστατα της πολιτικής του κάθε κράτους που είναι ο κομματισμός. Υπάρχουν τα υποκατάστατα των κομμάτων που είναι κάποιες ομάδες, επομένως σε πιο επίπεδο να συζητήσουμε;

    Η λέξη «πολιτική» με δύο λέξεις τι σας λέει; Τι σας έρχεται στο μυαλό ακούγοντάς την;

Το αισχρότερο επάγγελμα πού υπάρχει. Δεν υπάρχει αισχρότερο επάγγελμα. Είναι ένα επάγγελμα που προϋποθέτει καλή γνώση του χειρισμού του ψέματος, γι’ αυτό και η πλειοψηφία των πολιτικών είναι δικηγόροι. Και είναι και επικίνδυνο και γι’ αυτούς που το ασκούνε και γι’ αυτούς που έχουνε τις συνέπειες στην καμπούρα τους. Στις 15 Δεκεμβρίου έγινα 60 χρονών και δεν έχω καταφέρει να κουμαντάρω τον εαυτό μου. Όταν, λοιπόν, βλέπω ανθρώπους που πιστεύουν ότι μπορούν να διοικήσουν τους άλλους, στον βαθμό που αναλογεί στον καθένα, λέω ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι παράφρονες. Για μένα, που λένε ότι δεν είμαι και τόσο πολύ χαζός, τον εαυτό μου εν τέλει δεν μπόρεσα ποτέ να τον κουμαντάρω, κι αυτοί νομίζουν ότι μπορούν να κουμαντάρουν τους άλλους; Μιλάμε, λοιπόν, για ανθρώπους που έχουν μια δόση παραφροσύνης σ’ αυτόν ή σε εκείνον τον βαθμό και, συνοπτικά, ας πούμε, το πιο βρώμικο που υπάρχει, το πιο πρόστυχο.

    Κατά τη γνώμη σας υπάρχουν καλοί πολιτικοί;

Αυτοί που είναι καλοί άνθρωποι, όχι πολιτικοί, αυτοί πιστεύουν, εν τη αφελεία τους ίσως, ότι μπορούν να επηρεάσουν την πολιτική. Αλλά αν έπρεπε να τους στήναμε στον τοίχο μια φορά όλους τους πολιτικούς, τους καλούς πολιτικούς έπρεπε να τους στήσουμε δύο. Δεν είμαι υπέρ της ποινής του θανάτου, σχηματικά μιλάω. Γιατί αυτοί παίζουν τον ρόλο του τυριού στην φάκα για να μπει ο ποντικός. Ας πούμε, ο ψηφοφόρος ξέρει εσένα που είσαι καλό παιδί. Σου λέει αυτός δεν είναι σαν τους άλλους. Ας τον ψηφίσουμε. Την ψήφο την παίρνει το κόμμα. Έτσι, λοιπόν, αυτοί θέλουν δύο φορές σκότωμα.

    Καμιά φορά όμως, και τα λάθη που κάνουμε, τα κάνουμε πολύ συνειδητά, γιατί τα θέλουμε πολύ κάποια συγκεκριμένη στιγμή. Έτσι δεν είναι; Το ξέρουμε ότι είναι λάθος κι όμως το κάνουμε.

Αυτά που μου αρέσουν δεν τα θεωρώ λάθη. Λέω όμως γι’ αυτά που μπορεί να θεωρήσω εγώ λάθη. Και λέω, κάνω λάθη. Εμπιστεύομαι, ας πούμε, κάποιους ανθρώπους που δεν είναι τελικά αυτό που πίστευα. Σύμφωνοι. Μπορώ να διακόψω τις σχέσεις μου μαζί τους και το διορθώνω το πράγμα. Ποιο είναι το πρόβλημα;

    Τι δεν διορθώνεται τελικά, κύριε Πάνου;

Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι που δεν διορθώνεται. Τα πάντα διορθώνονται. Εγώ, πρώτα απ’ όλα, δεν πιστεύω ότι δεν υπάρχει πρόβλημα που δεν έχει λύση. Και για να το ξεκαθαρίσουμε. Έχουμε όλοι μπροστά μας μια σειρά προβλημάτων. Υπάρχουν προβλήματα που λύνονται πάρα πολύ εύκολα. Υπάρχουν προβλήματα που λύνονται δυσκολότερα, και φτάνουμε στα άλυτα, σε αυτά πού δεν λύνονται. Υπάρχουν, λοιπόν, ορισμένοι άνθρωποι που ξεκινούν από εκεί, από το τέλος. Και πέφτουν πάνω σε ένα άλυτο πρόβλημα κι εκεί τους καταλαμβάνει αυτό που λέμε άγχος, απελπισία, και καταλήγουν κι εγώ δεν ξέρω πού. Εγώ λέω ότι ξεκινάω να λύνω τα προβλήματά μου από τα ευκολότερα. Όταν φτάσω στα άλυτα, εκεί πέρα λέω «τι είναι αυτό; Άλυτο. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για να το λύσουμε; Όχι… Δεν γίνεται τίποτα δηλαδή; Τίποτα. Πέτα το στο καλάθι των αχρήστων. Μόλις το πετάξω λύνεται. Λύνονται και τα άλυτα».

    Γράφετε σ’ ένα από τα πιο γνωστά σας τραγούδια «δεν είναι εύκολο ν’ αλλάξεις όταν χαλάσεις εντελώς». Τι σημαίνει για σας το ρήμα «χαλάω»;

Αφήνω να το μεταφράσει ο καθένας όπως θέλει, γιατί όπως είπαμε, όλες οι λέξεις δεν έχουν μια σημασία.

    Η δική σας εκδοχή;

Κάποιον που έχει κάνει κάτι, η κοινωνία τον θεωρεί χαλασμένο. Και μεταχειρίζομαι αυτή την λέξη γιατί αυτήν βλέπω. Δεν της δίνω ιδιαίτερη σημασία. Την χρησιμοποιώ όπως την εννοούν όλοι. Αλλά αυτό το «κάτι» μπορεί για την κοινωνία να είναι λάθος και για μένα να μην είναι.

    Αν σας ρωτούσα έναν ήρωα που σας αρέσει πολύ η μορφή του, μια ιστορική φυσιογνωμία, ποιόν θα λέγατε;

Δεν πιστεύω στον ηρωισμό. Πιστεύω ότι κι εμείς είμαστε ήρωες γιατί όταν μπήκαν οι Ιταλογερμανοί εδώ, έμενα στην Πατησίων τότε, ήμουν επτά χρονών παιδί. Μετά αναπτύχθηκε αυτό που λέμε αντίσταση. Μια μερίδα στασιαστών από τη μια, μια μερίδα στασιαστών από την άλλη. Όσοι πήγανε χαμένοι από αυτούς γίνανε ήρωες, και τελικά οι αντιστασιακοί ήμασταν εμείς τα παιδιά. Δεν ήμασταν βρέφη για να μην καταλαβαίνουμε, ούτε ώριμοι για να κρατήσουμε ένα κουμπουράκι. Και κοιτάγαμε να οικονομήσουμε κανένα κομμάτι ψωμί για να την βγάλουμε. Αυτού του είδους τον ηρωισμό τον σέβομαι.

    Αν σας ρωτούσα τι σημαίνει η λέξη «Ελλάδα» τι θα λέγατε;

Είμαι από τους ανθρώπους που δεν πιστεύουν ότι υπάρχουν σύνορα. Δεν πιστεύω στα σύνορα. Θα ήθελα να τα καταλύσω. Το έχω γράψει και σε ένα τραγούδι αυτό. «Ας είχα το κουράγιο να ανέβω στο πιο ψηλό βουνό επάνω, τα σύνορα του κόσμου να τα ρίξω, ξωμάχους να ενώσω κι ευγενείς». Αυτό είναι το πνεύμα το δικό μου. Πιστεύω ότι τα σύνορα εξυπηρετούν την πολιτική. Μας έχει περιορίσει σε κράτη, έχει περιορίσει τα κράτη σε πόλεις, τις πόλεις σε συνοικίες, τις συνοικίες σε σπίτια, τα σπίτια έχουν αριθμό, είναι το μάντρωμα που λέμε τα σύνορα. Δεν είμαι σωβινιστής. Ξέρω πως σε αυτή την χώρα υπήρξαν άνθρωποι που αφήσανε πολλά πράγματα πίσω τους. Αφήσανε αυτό που λέμε κληρονομιά. Πολιτιστική κληρονομιά. Από αυτούς τους ανθρώπους έχω πάρει, όπως είπα για τον Μάρκο πριν. Γιατί, πολύ απλά, έλεγαν την αλήθεια της εποχής τους.

Πηγή (κείμενο και φωτογραφίες): koitamagazine.gr

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου