Και πάλι 2ο Διεθνές Φεστιβάλ Άνδρου. Μια γρήγορη ματιά στα θεατρικά, τουλάχιστον στις παραστάσεις που παρακολούθησα. Λοιπόν, σίγουρα ξεχώρισαν αυτές των δύο (από τρεις συνολικά, την τρίτη δεν την είδα) τοπικών θεατρικών ομίλων, ο "Οιδίπους τύραννος" από τη Λαϊκή Σκηνή Άνδρου στις 20 Ιουλίου (την οποία είδα εκτός φεστιβάλ σε δεύτερο ανέβασμα το Σεπτέμβρη) και "Το Μεγάλο μας Τσίρκο" του Καμπανέλλη (και μουσική Ξαρχάκου) από τον Θεατρικό Όμιλο Άνδρου στις 29 Ιουλίου (παράσταση που επίσης ξανανέβηκε το Σεπτέμβρη).
Για την πρώτη έχω να πω πως είδα ηθοποιούς με επαγγελματικό επίπεδο, σε μια παράσταση πολύ καλά στημένη, χωρίς "κοιλιές", κλασική απόδοση της αρχαίας τραγωδίας (και ενδυματολογικά). Διάλογοι και μονόλογοι που συχνά σε συνέπαιρναν και εύκολα έμπαινες στην ιστορία του έργου. Να σημειώσω ότι υπήρχε και ορχήστρα που απέδωσε ζωντανά τη μουσική που γράφτηκε ειδικά για την παράσταση.
Για τη δεύτερη έχω να πω πως ήταν μια τεράστια έκπληξη! Όχι γιατί δεν έχουμε δει και στο παρελθόν πολύ καλές δουλειές από το Θεατρικό Όμιλο Άνδρου. Αλλά διότι εκείνο το βράδυ, ένα δύσκολο και απαιτητικό έργο παρουσιάστηκε με επαγγελματισμό και ζωντάνια από ένα ερασιτεχνικό σχήμα! Το χαρακτηρίζω δύσκολο και απαιτητικό, λόγω των πολλών ρόλων, των τραγουδιστικών και χορευτικών απαιτήσεων της παράστασης, του σωστού συντονισμού ηθοποιών, μουσικών και χορωδών (συμμετοχή της Μικτής χορωδίας του Μουσικού Συλλόγου Άνδρου), της μεγάλης διάρκειας του έργου, των συνεχών εναλλαγών κουστουμιών, των μεγάλων και γρήγορων διαλόγων, της απαιτητικής σκηνοθεσίας. Και ο Όμιλος τα κατάφερε θαυμάσια! Έκανε ένα τεράστιο βήμα μπροστά εκείνο το βράδυ!
Με ανάμικτα (ή και αρνητικά) συναισθήματα κατευθυνθήκαμε προς τις εξόδους του Ανοιχτού Θεάτρου στις 7 Αυγούστου, μετά από την παράσταση της, επίσης κλασικής, "Ορέστειας" του Αισχύλου, σε καθόλου όμως κλασική απόδοση! Παρά το πολύ καλό καστ (Καραμπέτη, Μαρκουλάκης, Ψαρράς, Κουρής και άλλοι), ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς προσπάθησε να μεταφέρει το στόρι στη σύγχρονη εποχή, και ταυτόχρονα να κάνει ένα παραλληλισμό με τον πόλεμο του '40 ή με τον πόλεμο γενικότερα. Έτσι, έστησε την ιστορία του Ορέστη στην Ελλάδα του '40, ή τουλάχιστο έτσι πίστεψε κι έτσι νόμισε! Αυτό που είδαμε όμως ήταν μια ας-πούμε-Ορέστεια με έπιπλα και ενδύματα της κατοχής και σκόρπια τραγούδια της Βέμπο, και όλα χαλαρά ή καθόλου δεμένα με το στόρι της αρχαίας τραγωδίας. Οι υπερβολές του σκηνοθέτη έφτασαν μέχρι και τη σχεδόν καρτουνίστικη απόδοση των προσώπων, με χαρακτηριστικότερη εκείνη του Ορέστη ως ηλίθιου nerd (ο Μαρκουλάκης με γυαλί-πατομπούκαλο και βλέμμα χαμένο). Στα σημεία της παράστασης που οι ηθοποιοί έδειχναν μάλλον να αφήνονται, τότε είχαμε κάποιες ερμηνευτικές εξάρσεις, που οδηγούσαν με τη σειρά τους το θεατή να μπει, για λίγο μόνο, στην πλοκή της ιστορίας, χωρίς όμως να μπορεί και να τον κρατήσει. Εν ολίγοις, ο σκηνοθέτης φαινόταν πως ήθελε να πει κάποια πράγματα με αυτή την εντελώς πρωτότυπη, διαφορετική προσέγγιση του κλασικού έργου, που τελικά δεν βγήκαν στη σκηνή.
Στον αντίποδα, ήρθε η προσέγγιση του Δήμου Αβδελιώδη στο αρχαίο κείμενο της Απολογίας του Σωκράτη, στις 24 Αυγούστου. Προσέγγιση δύσκολη αλλά επιτυχής. Κι όταν λέω αρχαίο κείμενο, δεν αναφέρομαι μόνο στο περιεχόμενο, αλλά και στη γλώσσα καθαυτή! Ο Αβδελιώδης, για να μας βάλει απόλυτα στο κλίμα της ιστορικής αυτής στιγμής της απολογίας του μεγάλου φιλοσόφου, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το κείμενο του Πλάτωνα ως έχει, δηλαδή στα αρχαία ελληνικά! Μεγάλο τόλμημα, όμως το αποτέλεσμα τον δικαίωσε. Για την διευκόλυνση βέβαια της παρακολούθησης υπήρχε ταυτόχρονα και προβολή υπέρτιτλων με μετάφραση στα νέα ελληνικά και στα αγγλικά. Αν και η παράσταση ήταν ουσιαστικά ένας μονόλογος (με μικρά διαλείμματα διαλόγου του Σωκράτη με τον κατήγορο Μέλητο, αν και το κείμενο ήταν στην αρχαία, ο σκηνοθέτης κατάφερνε να σε βάλει μέσα στην ιστορία (πολλές φορές ένιωθα πως ήμουν, όχι θεατής της παράστασης, αλλά ένας από τους κληρωτούς ενόρκους της δίκης του Σωκράτη). Η δε παρακολούθηση, ενώ στην αρχή γινόταν από τους υπέρτιτλους (είχα και κάτι χρόνια να ακούσω ανάγνωση αρχαίου κειμένου!), σιγά σιγά ερχόταν μια εξοικείωση με τη γλώσσα και οι υπέρτιτλοι χρησιμοποιούνταν περιστασιακά ως βοήθημα (λυσάρι θα το λέγαμε στο σχολείο...). Τελικά, η παρακολούθηση της παράστασης-απολογίας υπήρξε συναρπαστική. Για το Δήμο Αβδελιώδη να πω πως, από το ξεκίνημα της καλλιτεχνικής του πορείας, ακολουθεί ένα ιδιαίτερο δρόμο, τόσο στο θέατρο, όσο και στον κινηματογράφο. Είχα εντυπωσιαστεί το 1987 από την πρώτη του κινηματογραφική δουλειά "Το δέντρο που πληγώναμε" (με τη θαυμάσια μουσική επένδυση του Δημήτρη Παπαδημητρίου από το έργο του "Τοπία") αλλά θεατρική δουλειά του δεν είχα παρακολουθήσει ποτέ. Η διπλή "περιέργειά" μου λοιπόν, τόσο για το θεατρικό έργο του Αβδελιώδη, όσο και για μια παράσταση στα αρχαία ελληνικά, ικανοποιήθηκε απόλυτα!
Για την πρώτη έχω να πω πως είδα ηθοποιούς με επαγγελματικό επίπεδο, σε μια παράσταση πολύ καλά στημένη, χωρίς "κοιλιές", κλασική απόδοση της αρχαίας τραγωδίας (και ενδυματολογικά). Διάλογοι και μονόλογοι που συχνά σε συνέπαιρναν και εύκολα έμπαινες στην ιστορία του έργου. Να σημειώσω ότι υπήρχε και ορχήστρα που απέδωσε ζωντανά τη μουσική που γράφτηκε ειδικά για την παράσταση.
Με ανάμικτα (ή και αρνητικά) συναισθήματα κατευθυνθήκαμε προς τις εξόδους του Ανοιχτού Θεάτρου στις 7 Αυγούστου, μετά από την παράσταση της, επίσης κλασικής, "Ορέστειας" του Αισχύλου, σε καθόλου όμως κλασική απόδοση! Παρά το πολύ καλό καστ (Καραμπέτη, Μαρκουλάκης, Ψαρράς, Κουρής και άλλοι), ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς προσπάθησε να μεταφέρει το στόρι στη σύγχρονη εποχή, και ταυτόχρονα να κάνει ένα παραλληλισμό με τον πόλεμο του '40 ή με τον πόλεμο γενικότερα. Έτσι, έστησε την ιστορία του Ορέστη στην Ελλάδα του '40, ή τουλάχιστο έτσι πίστεψε κι έτσι νόμισε! Αυτό που είδαμε όμως ήταν μια ας-πούμε-Ορέστεια με έπιπλα και ενδύματα της κατοχής και σκόρπια τραγούδια της Βέμπο, και όλα χαλαρά ή καθόλου δεμένα με το στόρι της αρχαίας τραγωδίας. Οι υπερβολές του σκηνοθέτη έφτασαν μέχρι και τη σχεδόν καρτουνίστικη απόδοση των προσώπων, με χαρακτηριστικότερη εκείνη του Ορέστη ως ηλίθιου nerd (ο Μαρκουλάκης με γυαλί-πατομπούκαλο και βλέμμα χαμένο). Στα σημεία της παράστασης που οι ηθοποιοί έδειχναν μάλλον να αφήνονται, τότε είχαμε κάποιες ερμηνευτικές εξάρσεις, που οδηγούσαν με τη σειρά τους το θεατή να μπει, για λίγο μόνο, στην πλοκή της ιστορίας, χωρίς όμως να μπορεί και να τον κρατήσει. Εν ολίγοις, ο σκηνοθέτης φαινόταν πως ήθελε να πει κάποια πράγματα με αυτή την εντελώς πρωτότυπη, διαφορετική προσέγγιση του κλασικού έργου, που τελικά δεν βγήκαν στη σκηνή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου