Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

"Αυτή η νύχτα μένει"

Ευτυχώς που υπάρχει και η κρατική τηλεόραση. Και το λέω αυτό γνωρίζοντας τα όσα στραβά χαρακτηρίζουν τα κανάλια της ΕΡΤ. Όμως δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω πως είναι και τα μόνα κανάλια στα οποία μπορεί κάποιος να δει καλό κινηματογράφο, κλασικό ή σύγχρονο, ξένο ή ελληνικό.

Έτσι έγινε και πριν λίγες μέρες, όταν παρακολούθησα, τυχαία και απρογραμμάτιστα στην αρχή, για δεύτερη φορά την ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου "Αυτή η νύχτα μένει". Είχα ήδη δει μία φορά το DVD και μου άρεσε. Μου άρεσε όπως μου αρέσουν γενικά οι ταινίες περιπλάνησης (αυτές που στο Ελλάντα αποκαλούμε ρόουντ μούβις...), κινηματογραφικό είδος που αγαπώ ιδιαίτερα, και δεν είχα στο πρόγραμμα να την ξαναδώ. Όμως, με το που ξεκίνησε η προβολή της στην τηλεόραση, αποφάσισα αμέσως πως θα καθόμουν να την παρακολουθήσω ξανά. Και πράγματι, τη δεύτερη φορά μου άρεσε ακόμη περισσότερο.

Όπως είπα και πιο πριν, πρόκειται για ταινία δρόμου. Το ταξίδι κυριαρχεί και "συμπρωταγωνιστεί" σε όλη της τη διάρκεια. Ακόμη και στο πρώτο μισάωρο, πριν ο Ανδρέας, ο πρωταγωνιστής "φιλόσοφος-γαλατάς" (οπως τον αποκαλεί ο "συγγραφέας-μποξέρ" συνταξιδιώτης του Πέτρος...) ξεκινήσει την περιπλάνησή του, το ταξίδι υπάρχει παντού, σχεδόν στα μισά πλάνα, στα οποία συμπρωταγωνιστεί άλλοτε ένα τρένο, άλλοτε ένα πλοίο, άλλοτε ένα αεροπλάνο. Τα αεροπλάνα μάλιστα αποτελούν τα αντικείμενα ενός παιχνιδιού τύπου "Βρες την πτήση!", που παίζει συνεχώς ο πρωταγωνιστής παρατηρώντας τα και καταγράφοντάς τα. Ο Ανδρέας στη συνέχεια περιπλανιέται με τρένο, με λεωφορείο, με το σαραβαλάκι του μποξέρ, αναζητώντας τη Στέλλα, η οποία τον έχει αφήσει, μετά από ένα καβγαδάκι-παρεξήγηση, αναζητώντας με τη σειρά της τη χρυσή ευκαιρία όπως πιστεύει, που θα την κάνει πρώτο όνομα στα χάι ξενυχτάδικα της παραλιακής. Αναζητούν και οι δυο ένα νόημα στη ζωή τους. Για τον Ανδρέα, αυτό είναι η αγάπη, που εκφράζεται εδώ με την αγάπη του για τη Στέλλα. Για εκείνη πάλι, είναι η ενσάρκωση του ονείρου της, η καλλιτεχνική της επιτυχία ως μεγάλη τραγουδίστρια-σταρ. Είναι το νόημα, του οποίου την ύπαρξη είχε αμφισβητήσει παλιότερα ο Ανδρέας, όταν με βεβαιότητα είχε δηλώσει στον Καθηγητή, πελάτη της "Έβγας" του: -"Δεν υπάρχει νόημα της ζωής." -"Υπάρχει αλλά δεν το ξέρουμε" ήταν η, καταλυτική για τον Ανδρέα στη συνέχεια, απάντηση του Καθηγητή.

Αυτό που θα βρει η Στέλλα στην αναζήτησή της όμως δεν είναι αυτό που περίμενε. Δεν βρήκε τη φαντεζί νύχτα της παραλιακής, αλλά τη σκληρή, άσχημη, βίαιη κι επικίνδυνη νύχτα των επαρχιακών σκυλάδικων. Θα απογοητευτεί, θα κινδυνεύσει και η ίδια, μέχρι που στο τέλος θα εγκαταλείψει την προσπάθεια και θα επιστρέψει στην ήρεμη ζωή της με τον Ανδρέα. Κάποιοι χαρακτήρισαν την ταινία απαισιόδοξη, ότι αυτό που θέλει να δείξει είναι πως στη σκληρή ζωή είναι απλά ουτοπία να θελήσεις να κυνηγήσεις τα όνειρά σου. Εγώ θα την χαρακτήριζα απλά ρεαλιστική. Δεν μου άφησε αυτή την αίσθηση, καθώς η απογοήτευση της Στέλλας μοιάζει να είναι παροδική. Δείχνει μάλλον ότι συνεχίζει να ελπίζει και να πιστεύει πως μια μέρα το όνειρό της θα γίνει πραγματικότητα. Αυτό υπονοείται καθαρά στην προτελευταία σκηνή, στο πλάνο που μασάει την τσίχλα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το έκανε σε προηγούμενες σκηνές η τραγουδίστρια και φίλη Τζίνα, ενώ ταυτόχρονα χαμογελά με αισιοδοξία για το μέλλον, αλλά ίσως και με νοσταλγία για το πρόσφατο παρελθόν που με κάποιο τρόπο μοιάζει να την έχει μαγέψει. Άλλωστε, όπως λέει κι ο Πέτρος στον Ανδρέα, όταν ξεκινούν τις νυχτερινές περιπλανήσεις τους στα μαγαζιά: "Η νύχτα είναι 'ερεθιστική'. Η νύχτα στα σκυλάδικα είναι ακόμα πιο 'ερεθιστική'." (δεν χρησιμοποιεί αυτήν ακριβώς τη λέξη, αλλά μία πιο σεξιστική αν με καταλαβαίνετε...)

Η ρεαλιστικότητα της ταινίας μοιάζει να αγγίζει τα όρια του γραφικού, όταν φθάνει στις σκηνές των σκυλάδικων. Η αλήθεια όμως είναι πως δεν υπάρχει καμία υπερβολή στις σκηνές αυτές. Όλες βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά, που ο ίδιος ο Θάνος Αλεξανδρής έχει ζήσει στη δική του πορεία μέσα από τα μαγαζιά της νύχτας, τα έχει καταγράψει και περιγράψει στο ομότιτλο, αυτοβιογραφικό βιβλίο του. Στο βιβλίο αυτό κατά μεγάλο μέρος (αλλά και σε αποσπάσματα από τις "Νέες Αθηναϊκές ιστορίες" του Χρήστου Βακαλόπουλου) βασίζεται και το σενάριο της ταινίας, το οποίο επίσης υπογράφει ο Αλεξανδρής, όπου το μόνο φιξιόν στοιχείο που έχει προσθέσει είναι το στόρι του Ανδρέα και της Στέλλας, για να δώσει στην ταινία τη σεναριακή ροή αλλά και το απαραίτητο λαβ στόρι. Τη συγγραφική ιδιότητά του ο Αλεξανδρής την αποδίδει στο σενάριό του στο χαρακτήρα του συγγραφέα Πέτρου, ο οποίος και εκδίδει στο τέλος το βιβλίο με τις εμπειρίες του, και τίτλο, τι άλλο, "Αυτή η νύχτα μένει". Αν κάνουμε pause στην προτελευταία σκηνή, εκεί που ο Ανδρέας κρατά στο χέρι του το βιβλίο του Πέτρου, διαβάζουμε μεταξύ άλλων, στο οπισθόφυλλο-επίλογο: "Είναι ένα σκηνικό φτιαγμένο από εμπειρίες".

Την ιστορία όχι μόνο ντύνει, αλλά και συμπληρώνει, η μουσική και τα τραγούδια του Σταμάτη Κραουνάκη, ο οποίος εδώ είναι σε μεγάλα κέφια, και απόλυτα μέσα στο κλίμα της ταινίας, με ένα σάουντρακ από τα καλύτερα του ελληνικού σινεμά. Κινείται από το γνωστό έντεχνο στυλ του (το ομότιτλο τραγούδι είναι θεωρώ από τα κορυφαία του) μέχρι και το "κατωτάτης υποστάθμης" σκυλοτράγουδο, το οποίο έχει μιμηθεί τέλεια, με τους συνήθως γελοίους και ενίοτε χυδαίους στίχους, που ωστόσο δεν απέχουν από αυτούς που περιλαμβάνονται στο ρεπερτόριο πολλών επαρχιακών σκυλάδικων.

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι εδώ στις καλύτερες στιγμές του, σκηνοθετώντας με κέφι μια σπουδαία στιγμή του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο, ακόμα και στις στιγμές που ποζάρουν επίμονα στο φακό, είναι πειστικότατο στους ρόλους. Ειδικά η Αθηνά Μαξίμου έχει υποστηρίξει απόλυτα τη Στέλλα, για το χαρακτήρα της οποίας άλλωστε το ποζάρισμα είναι συστατικό στοιχείο του ρόλου (κάτι που δεν ισχύει ωστόσο και για τον Ανδρέα του Νίκου Κουρή). Πολύ καλοί και στους δεύτερους ο Κώστας Μαρκόπουλος ως συγγραφέας-μποξέρ Πέτρος και η Ζωή Ναλμπάντη ως Τζίνα. Απολαυστικοί στα μικρά περάσματά τους ο Τάκης Σπυριδάκης ως μπουζουξής στο σκυλάδικο, και ο Γιώργος Διαλεγμένος, με την "υπέροχη σκατόφατσά" του(!), ως ο "βλάχος" Πόντικας. Η Ναλμπάντη ερμηνεύει η ίδια τα τραγούδια της, ενώ τη Μαξίμου ντουμπλάρει η Δήμητρα Παπίου.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου